ξεθηλυκώνω

ξεθηλυκώνω
μετ.
1) расстёгивать (одежду), отстёгивать (пуговицы и т. п.); 2) расшнуровывать (чаще обувь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεθηλυκώνω" в других словарях:

  • ξεθηλυκώνω — ξεθηλυκώνω, ξεθηλύκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθηλύκωμα — το [ξεθηλυκώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθηλυκώνω, άνοιγμα τών θηλειών που έχουν τα κουμπιά, ξεκούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλύκωτος — η, ο [ξεθηλυκώνω] αυτός που έχει βγαλμένα τα κουμπιά ή την πόρπη από τη θηλειά, ξεκούμπωτος …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»